Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019


Μάτια κλειστά
πέπλο μαύρο
μια ζώνη κίτρινης ώχρας
αχνοσβήνει  
στο βάθος του οφθαλμικού μηδενός

Χώρος εσωτερικός
παραδομένος στο μη φως

Πώς γίνεται να πυρακτώνονται
τα βλέμματα
στη συνάντησή τους με τον άλλο
μονομερώς;
αμφίδρομα;

Ίσως για να διεκδικήσει
το χώρο της
απέλπιδα
η άρνηση
της επικράτειας
του κενού

Στην πρόσκαιρη ρωγμή
του αμείλικτου
χρόνου


Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

6ο εξώφυλλο δίσκου, Patti Smith, Gone Again, 1996.
Το τραγούδι (https://www.youtube.com/watch?v=vBJtS3IhwCY) από τον επιλεγμένο δίσκο και η σχετική ανάρτηση ξεφεύγει από τις προηγούμενες και επηρεάζεται από την προοπτική της επόμενης Κυριακής σε κάποια παραλία του Νότιου Ρεθύμνου, όπως και την ανάμνηση της προηγούμενης Κυριακής: Σε μια απίστευτα όμορφη ακτή, με νερά κρυστάλλινα, δροσερά και πεντακάθαρα, η καταπιεσμένη (?) κυρία της διπλανής πόρτας θεωρεί ψυχωφελή την περισυλλογή πετρών από την παραλία. Όχι μιας και δυό ή μιας δεκάδας, αλλά ποσότητας για την οποία δεν επαρκεί ούτε μια πλαστική σακούλα. ΑΝ όλοι οι επισκέπτες της αμμουδιάς την μιμούνταν σε δυό-τρία καλοκαίρια δεν θα έχει μείνει βότσαλο και πετρούλα για δείγμα. Και σαν να μην έφτανε η κυρία, ιδού και ο μουσάτος νεαρός με την πετονιά, να ψαρεύει μικρά μουρμούρια, ούτε πέντε εκατοστών το καθ' ένα. Να του δείχνεις με ποικίλους τρόπους τη δυσαρέσκειά σου για το άτοπον του πράγματος και τούτος να μην χαμπαριάζει και να συνεχίζει να γεμίζει τον γουβά του με ψαράκια ενυδρείου.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018


5ο εξώφυλλο δίσκου
Neil Young, Time Fades  Away, πρώτη κυκλοφορία 1973.

Κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 (Α’ Μέρος)

Η επιστροφή στην Αθήνα τον Αύγουστο, οι πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, οι αιφνίδιες απογευματινές νεροποντές που ξεδιψούν την άσφαλτο έχουν εγγράψει στην μνήμη μου τη σπάνια μυρωδιά της πρωτεύουσας των ετών εκείνων, της σκόνης που κατακάθεται, της γης που δροσίζεται και αναζωογονείται για να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος, ίσως ως ενδεχομενική πραγμάτωση των ονείρων της θερινής νυκτός. Παρά τη θλιβερή ημερομηνία εκκίνησης της  σχολικής χρονιάς, ο Σεπτέμβρης έχει τις δικές του σταθερές: ο εκάστοτε πρωθυπουργός στη διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης σαλπίζει το νέο πολιτικό έτος, το φεστιβάλ της ΚΝΕ (το φεστιβάλ θα γίνει στο Περιστέρι, περί συνθήματος πρόκειται, μην μπερδεύεστε), τα πρώτα διεθνή ποδοσφαιρικά ματς για το πρωταθλητριών και το κύπελλο Ουέφα.

Ένα τέτοιο χειμώνα, η Αμαλία βρίσκεται στο Λονδίνο, η μητέρα μας η Κλεοπάτρα αποφασίζει να την συνδράμει για δύο ολόκληρους μήνες – μόνος στο σπίτι. Δεν θυμάμαι πόσες φορές πήγα στο σχολείο, ως καλός μικρός πλαστογράφος υπέγραφα καλύτερα από εκείνη τα δικαιολογητικά που αποστέλλονταν ανελλιπώς, θυμάμαι όμως ότι πήγαινα στο φροντιστήριο για να μην χάσω το ραντεβού μου με τη Σοφία. Το φροντιστήριο επί της Ζωοδόχου Πηγής, στην πολυκατοικία που διατηρούσε το δικηγορικού του γραφείο ο πατέρας του Στασινού, όπως έμαθα εκ των υστέρων.  Αριστερά στην είσοδο οι εκδόσεις Καστανιώτη και αμέσως μετά, πριν την Κιάφας, ένα καφενεδάκι. Τόπος συνάντησης του Άγι Στίνα και των γηραιών φίλων του. Ένα απόγευμα βρίσκω τη Σοφία με την φίλη της Λουκία (σκηνοθέτιδα που έφυγε νεότατη από τη ζωή) και έναν περίπου 30άρη+ στην παρέα. Τα κορίτσια φεύγουν και μένω να πίνουμε ούζα με τον Γιώργο Κάτο, εκ Θεσσαλονίκης, εκδότη τότε στη δεύτερη ζωή του περιοδικού Τραμ και της εκδοτικής σειράς Τα Τραμάκια.

Ο Κάτος έχει όρεξη να αφηγηθεί τη ζωή του, τα χρόνια της μετανάστευσης στην Ευρώπη, τα μεροκάματά του σε λαχαναγορές, τη mala vita που γνώριζε και τις γυναίκες, πολλές γυναίκες, ίσως μια ζωή μόνο για τις γυναίκες. Επίδοξος ποιητής κι εγώ του δείχνω ένα από τα πρώτα μου στην τελευταία σελίδα των σημειώσεων της Φυσικής, με ενθαρρύνει να συνεχίσω να γράφω αφού πρώτα διαβάσω ποίηση πραγματική, πράγμα που δεν θα κάνω  ποτέ στη ζωή μου, προσώρας. Πάμε από το ξενοδοχείο Ακάδημος (το αγαπημένο ξενοδοχείο της οικογένειάς μας όταν «ανέβαινε» από την Κρήτη) γιατί θέλει να μου δείξει ένα ποίημα του Ρίτσου, χειρόγραφο, που μόλις είχε παραλάβει για να το δημοσιεύσει στο επόμενο τεύχος του περιοδικού. Η ώρα έχει περάσει, είναι σχεδόν μεσάνυχτα και με ρωτάει αν θέλω να πάμε κάπου κι αν θα τρομάξω από το μέρος. Από την Ακαδημίας και  Ιπποκράτους  στο Σύνταγμα, δίπλα στα παλιά γραφεία της Ολυμπιακής, μια είσοδος, σκαλιά πολλά προς το υπόγειο, η επιγραφή Καμπαρέ Κόρονετ. Στο βάθος της κλίμακας προς το υπόγειο ένας κύριος με κουστούμι και γραβάτα τον καλωσορίζει όπως ένα παλιό γνώριμο, με το μικρό του όνομα, και την ουλή βαθειά στο μάγουλο να διακρίνεται στο μαυροκόκκινο ημίφως. Καθόμαστε στο μπαρ, παραγγέλνει το πρώτο Alexander και για τους δυό μας.

Η κοπέλα που σερβίρει μας μιλά στα Γαλλικά, γαλλίδα από το Μπουρνάζι μου ψιθυρίζει στο αυτί. Είναι πανέμορφη, στο τρίτο Alexander την έχω ερωτευθεί και είμαι πρόθυμος να τη σώσω από τη δύσκολη ζωή που κάνει. Το πρώτο show αναστατώνει το μικρό μου σύμπαν. Ένας φρουρός του επαναστατικού Κόκκινου Στρατού επί σκηνής με το καζατζόκ μουσική υπόκρουση. Ξάφνου ένας προβολέας ανάβει, μια ρωσίδα αριστοκράτισσα στις γούνες πάνω σε ένα έλκηθρο δείχνει να φοβάται τον κοκκινοφρουρό που την απειλεί με την ξιφολόγχη του. Αίφνης αρχίζει να μεταστρέφεται. Δείχνει πιο φιλική, τον περιεργάζεται, αποτολμά κάποια μικρά χάδια, σιγά-σιγά οι ακκισμοί πληθαίνουν, η μουσική γίνεται αισθησιακή, η μικρή αριστοκράτισσα των Ρομανώφ αρχίζει να λικνίζεται και η γούνα να υποχωρεί από τους ώμους της, τα στήθη πρώτα και στη συνέχεια ένα λευκό εσώρουχο αποκαλύπτονται. Στο κέντρο του λευκού εσώρουχου ένα κόκκινο σφυροδρέπανο προστίθεται στις ανησυχίες του μικρού κνίτη.

Ο λογαριασμός πολλές χιλιάδες, μιας και η Γαλλίδα από το Μπουρνάζι αποδείχθηκε εξαιρετική γνώστης της ελληνικής και μάλλον διψασμένη τη βραδιά που αρνήθηκε να μας ακολουθήσει μετά το τέλος του προγράμματος. Ο Γιώργος θα τα κανονίσει με τον χαρακωμένο στο πρόσωπο και η πλατεία Συντάγματος  θα μας καλημερίσει  έρημη στο φως του ξημερώματος. 

Τον Γιώργο, παρά την πρόσκληση να τον επισκεφθώ στη Θεσσαλονίκη, δεν θα τον ξανασυναντήσω. Ακόμη όμως έχω στη βιβλιοθήκη μου το βιβλίο του Η Βασιλεία των Κατσαρίδων για να τον θυμάμαι όταν το βλέμμα μου περιηγείται στα βιβλία προς αναζήτηση αναγνωστικών επαναλήψεων.

Εκείνη τη χρονιά είχα λιώσει τον δίσκο του Neil Young, Time Fades Away. Αφιερωμένο το τελευταίο κομμάτι του δίσκου: Last Dance.




Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018


4ο εξώφυλλο δίσκου
Μάνος Χατζηδάκις & Νίκος Γκάτσος, Αθανασία, 1976.

Χειμώνες και καλοκαίρια 1976 και 1977.

Χειμώνας 1976 και 1977 συγκεχυμένα: ο θάνατος  του μαθητή Ισιδωρόπουλου μετά από καταδίωξη αστυνομικών, ο θάνατος του Αλέκου Παναγούλη και οι ταραχές την 1η του Μάη, με τα παιδιά της αναρχίας να κάνουν την πρώτη τους μαζική εμφάνιση, μαυροκόκκινες σημαίες, «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», μολότωφ στα χέρια και εκρήξεις βομβίδων δακρυγόνων από τις αύρες της αστυνομίας προετοιμάζουν τις εκτεταμένες συγκρούσεις του Ιουνίου, με την κομματική γραμμή να μην μπορεί να μας κρατήσει μακριά από τα γεγονότα, έστω και ως θεατές.  Η μεγάλη δίμηνη απεργία των εκπαιδευτικών στα ιδιωτικά σχολεία. Ο Φυσάκης πρόεδρος της ΟΙΕΛΕ του ΚΚΕ εσωτερικού και η Τερέζα Μπούκη της Εργατικής Διεθνιστικής Ένωσης (ΕΔΕ, σήμερα ΕΕΚ) να δίνουν το παράδειγμα μιας αριστεράς που ενώ τη χωρίζουν αγεφύρωτες εξ όψεως ιδεολογικές διαφορές πορεύεται ενωμένη σε σκληρούς αγώνες. Σχεδόν καθημερινές συγκεντρώσεις, πορείες και δημόσιες συγκεντρώσεις για εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές στα θέατρα πέριξ της Ακαδημίας και της Ιπποκράτους. Τα κολλεγιόπαιδα με τα μοτγκόμερυ, τα κορίτσια της Χίλλ, ρηγάδες και ρηγίτισσες, παιδιά του ΕΚΚΕ και της μαθητικής ΑΑΜΠΕ, του ΚΚΕ (μ-λ) και της ΠΜΣΠ.

Πρωινά και απογεύματα στα γραφεία της Μαθητικής Οργάνωσης Δημοκρατικής Νεολαίας Ελλάδας (ΜΟΔΝΕ) στον 6ο όροφο της Ακαδημίας 85 (;) με τη Μαθητική Φωνή ανά χείρας, περήφανοι για το Κόμμα μας και την ιστορία του, δίχως να καταλαβαίνουμε (ή καλύτερα δίχως να δίνουμε σημασία) στη στειρότητα της άκαμπτης ιεραρχίας και της ισχύος των μηχανισμών που θέλουν να μας αφυδατώσουν. Χώρος ελευθερίας και αυτοπραγμάτωσης η ΜΟΔΝΕ θα διαλυθεί σε μια νύχτα για την καλλιεργούμενη εντός της ελευθεριότητα, με το βιβλίο του Φαράκου Για τη Νεολαία να καταδικάζει τις εκφυλιστικές τάσεις στη νεολαία και την παραβίαση της κομμουνιστικής ηθικής της μονογαμμικότητας, προγραμματισμένης κι αυτής με στόχο την κομματική αναπαραγωγή.

Καλοκαίρια 1976-1977, επιστροφή στο θερινό Ρέθυμνο, με το κέντρο του κόσμου να έχει μετακινηθεί από τον Λαζίδη στον (μετέπειτα) Ρούλη. Ο Ρούλης τότε στην ντισκοτέκ Ροκέα, αν δεν κάνω λάθος το όνομά της, στην αρχή του παραλιακού της Φορτέτζας και ο Ζαχαρίας ο αδερφός του με τους γονείς και τα άλλα αδέρφια στην κεντρική παραλία να αλλάζουν τη μορφή του παλιού οικογενειακού καφενείου. Τόπος συνάντησης γενεών, με τους γηραιούς να πίνουν τσάι, να παίζουν χαρτιά και σκάκι, τους νεώτερους, ενταγμένους σε διαφορετικές πολιτικές νεολαίες να πολιτικολογούν ακατάπαυστα και να σιγοτραγουδούν για το Γιάννη το Φονιά που όπως λένε ορισμένοι ποτέ δεν σκότωσε κανέναν. «Στου Ρούλη» θα περάσουμε τα επόμενα καλοκαίρια και κάποιους χειμώνες,  μέχρι να κλείσει οριστικά, με τις μουσικές του Βαγγέλη, το πνεύμα και το πυρετώδες βλέμμα του να συντροφεύουν ακόμη τις μνήμες μιας ολόκληρης ζωής που κι αυτή έκλεισε πίσω μας οριστικά.

Αυτονόητα προσκαλώ στο παιχνίδι με τα εξώφυλλα τον Βαγγέλη να μας συντροφέψει για μια ακόμη φορά.


Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

3ο εξώφυλλο δίσκου, αν και αφορά σε ένα μόνο τραγούδι
Led Zeppelin, Immigrant Song (1970).
Έχει παρέλθει ένας σχεδόν χρόνος από την πτώση της δικτατορίας (βλέπε προηγούμενη ανάρτηση), ο χειμώνας, πολιτικά θερμός, με την πρώτη επέτειο για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τις εκλογές για το νέο μεταπολιτευτικό κοινοβούλιο, το δημοψήφισμα για το Πολίτευμα. Οι εκλογές για τη Βουλή ορίζονται για τις 17 του Νοέμβρη, ίσως για να συμβολίσουν τη θεμελίωση της νέας δημοκρατικής περιόδου στο κορυφαίο αντιδικτατορικό γεγονός. Η πολιτικοποίηση στα ύψη, ιδιαίτερα για τη δική μου τη γενιά των μαθητών που αναζητούν να ταυτιστούν με σύμβολα, πρόσωπα και οργανώσεις, να μοιραστούν το κλέος και το βάρος μιας ιστορικής περιόδου που κλείνει οριστικά και να αποτελέσουν τα υποκείμενα ενός νέου κύκλου, ο οποίος (εκ των υστέρων) θα αποτελέσει τον κύκλο της ασήμαντης ζωής μας.
Τα αντιδικτατορικά τραγούδια του Θεοδωράκη απομνημονεύονται για να υποδειχθεί η στιβαρότητα και το πάθος της νέας απαστράπτουσας ταυτότητας, τα συνθήματα επίσης (μία η ντουντούκα τέσσερις εμείς), τα σύμβολα αποτυπώνονται στις σχολικές τσάντες που κι αυτές έχουν αντικατασταθεί με κρεμασμένα στον ώμο μικρά στρατιωτικά σακίδια, τα μαλλιά μακραίνουν, όπως ψηλώνουν τα τακούνια στα παπούτσια και μεγαλώνουν οι καμπάνες στον ποδόγυρο των παντελονιών, ίσως και τα μούσια αν φυτρώνουν στα εφηβικά μάγουλα. Τα πρώτα τσιγάρα, Καρέλια, πακέτο πλακέ των δέκα, ακόμα κι αν δεν «καταπίνεις» τον καπνό, απαραίτητο εφόδιο του μικρού αγωνιστή στις κοπάνες για την καφετέρια Νούφαρο στα Εξάρχεια νωρίς το πρωί και κατόπιν στο Καφενείον η Ελλάς της Θεμιστοκλέους για ξερή με τέσσερις ή απέναντι από το Χημείο στη Σόλωνος, με τα τρομερά σάντουιτς, ομελέτα και λουκάνικο.
Καλοκαίρι το ’75 στο Ρέθυμνο, μέλος πια της ΚΝΕ, μετά τις συνεδριάσεις που μαθαίνεις τη νέα γλώσσα για το ιστορικό προτσές, βόλτα με τους λίγους συντρόφους, πρώτα μια περασάδα από τα μπουρδέλα κάτω από την Φορτέτσα, γιατί ο σύντροφος οικοδόμος έχει κι αυτός την ανάγκη του. Γεμάτος ντροπή, να μπεις και εσύ στον χώρο της αναμονής, χωλ σκοτεινό με το κόκκινο φωτάκι να κρύβει δίχως επιτυχία την περιρρέουσα ασχήμια και το δεσπόζων περίγραμμα της τερατώδους αυτής ύπαρξης που συνιστά το κέντρο ενός αλλόκοτου κόσμου. Να αρνηθείς την απόδειξη πως κι εσύ είσαι άνδρας με τα υγρά του στομαχιού έτοιμα να σκορπιστούν σε τούτο τον ναό της πνιγηρής από τη μυρωδιά του αντισηπτικού ατμόσφαιρας.
Πίσω στον κόσμο που καμώνεται πως είναι ο κανονικός κόσμος, στη νέα παραλιακή της πόλης, με τα δύο μεγάλα διαζώματα, το κάτω για τη βόλτα και το πάνω για τα τραπεζάκια των λίγων ακόμα τότε μαγαζιών και εστιατορίων. Στου Λαζίδη, σχεδόν απέναντι από τον Λαβύρινθο, με το τζουκ-μποξ, τα μπλε μεταλλικά στρογγυλά τραπεζάκια και τις θερινές καρέκλες με σιδερένιο σκελετό και τα πολύχρωμα πλαστικά εν είδη μακαρονιού στο κάθισμα και τη στήριξη της πλάτης. Αναψυκτικά και ρετσίνες, ούζο για τους πιο μερακλήδες και για μεζέ χοχλιδάκια, με τα κελύφη να φτιάχνουν το δικό τους νεκρό γλυπτό στα πόδια των θαμώνων.
Ο πληθυσμός σχεδόν αποκλειστικά ανδρικός, οι μισοί εξοδούχοι φαντάροι από το στρατόπεδο, οι υπόλοιποι τα παιδιά της ντόπιας εργατικής τάξης που με περίσσιο θράσος θέλουν να κατοχυρώσουν και να κάνουν ορατή την ύπαρξή τους στο δημόσιο χώρο. Στο τζουκ-μποξ με τα 45άρια εναλλάσσονται ο Καζαντζίδης, ο Μητροπάνος, οι Πελόμα Μποκιού με το σουξέ για τον Γαρύφαλλο και τέλος το Immigrant Song από τους Led Zeppelin. Εδώ θα γίνουν τα πρώτα καμάκια στα εξωτικά φρικο-κόριτσα που κάνουν μια στάση στο Ρέθυμνο για τα Μάταλα και τελικό προορισμό την Goa της Ινδίας, για να εκτρέψουν τον προδιαγεγραμμένο βίο στις ατραπούς μιας άδοξης ουτοπίας που όμως θα σημαδέψει τα σώματα και τις ψυχές όσων τις εξερεύνησαν. Εις μνήμην.
Στο παιχνίδι των δέκα εξώφυλλων δίσκων καλώ τον Georg Nenes

2η ημέρα στο παιχνίδι με τα εξώφυλλα δίσκων, μετά από πρόσκληση του Giorgos Tsiolis και μια ιστορία, γιατί αυτό το παιχνίδι θα το παίξω με ιστορίες.
2ο LP εκείνο των Pink Floyd, Atom Heart Mother, ημερομηνία κυκλοφορίας στο εξωτερικό 1970, δεν ξέρω πότε έφτασε στην ελληνική αγορά…
Όμως το 1974 το ακούγαμε στα πικ-απ μας.
Καλοκαίρι λοιπόν του 1974, έχουν τελειώσει τα σχολεία και έχουμε μετακομίσει στο Ρέθυμνο για τις συνηθισμένες καλοκαιρινές διακοπές και αίφνης: Πραξικόπημα στην Κύπρο, εμβατήρια στα ραδιόφωνα και φόβος για εκείνους που επιστρατεύονται από τους λίγο μεγαλύτερους γνωστούς μας, και τους φοιτητές που ακόμη δεν έχουν κληθεί στο στρατό λόγω αναβολής, πολλοί εξ αυτών μέλη του αντιδικτατορικού κινήματος σε Ελλάδα και εξωτερικό, όλα αυτά σε αναμνήσεις από τον Λαβύρινθο, όπου αντί για βουτιές στη θάλασσα, οι μικρότεροι παρακολουθούμε τους μεγαλύτερους να επιχειρηματολογούν και να αναπαράγουν απίστευτες φήμες.
Η δική μας η παρέα, πέντε – έξι βιαστικοί να ξεφύγουν από τα κοντά παντελονάκια έφηβοι, από 14 έως 16 ετών ζούμε σε ένα πρόσθετο παράλληλο σύμπαν. Ο Γιάννης, ο Πάρης, ο Άρης, η αφεντιά μου και ο Γιώργος (αδελφός του Πάρη) που μας έχει θαμπώσει ως πειρατής στα μεσαία κύματα της Αθήνας αποφασίζουμε να φτιάξουμε (ο Γιώργος δηλαδή) έναν πειρατικό και στο Ρέθυμνο, στο σπίτι του έτερου Γιώργου (αργότερα μπασίστα σε ελληνικό συγκρότημα) που βρίσκεται με πρόσοψη στη Λεωφόρο Κουντουριώτη και είσοδο από τον νότιο παράλληλη οδό.
Αρχίζει ο Γιώργος να πηγαίνει στο Ηράκλειο στο Πι-Εξ να αγοράζει λυχνίες, πηνία, πυκνωτές, αντιστάσεις, σασί και όλα τα χρειαζούμενα, στήνεται ο σταθμός με το «κολάι» ως κύριο εργαλείο και η κεραία στην ταράτσα, έτσι που να μην εντοπίζεται εύκολα από περίεργους και την αστυνομία και αρχίζουμε τις εκπομπές. Μια μέρα των δοκιμαστικών ακούμε φασαρία από τη Λεωφόρο. Κοιτάμε από το παράθυρο και βλέπουμε την πρώτη πορεία της μεταπολίτευσης στο Ρέθυμνο με κυρίαρχα συνθήματα: δώστε τη χούντα στο λαό, φόλα στο σκύλο της ΕΣΑ κλπ. Νέοι της προηγούμενης γενιάς από τη δική μας στην πρώτη γραμμή, αναγνωρίζουμε πρόσωπα που τώρα συνειδητοποιώ ότι ο καθένας (δεν ήσαν πολλές οι μετέχουσες γυναίκες ακόμη σε τέτοια συμβάντα και μάλιστα στο Ρέθυμνο) με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έγραψαν τις δικές τους αποκλίνουσες ιστορίες στις τοπικές παρέες.
Τότε στις δοκιμές που κάναμε, πριν αρχίσουν οι κανονικές εκπομπές με τις γνωστές αφιερώσεις στα κορίτσια ένα από τα αγαπημένα που έπαιζε ήταν και το βινύλιο με εξώφυλλο την αγελάδα.
Πέρασε το καλοκαίρι, οι μικρότεροι παρά τις αφιερώσεις δεν «τα φτιάξαμε» με κάποια από τις ορεγόμενες και ο Γιώργος που κράτησε το σταθμό στο σπίτι του συνέχισε τις εκπομπές, μέχρι που έφεραν ραδιογωνιόμετρο από το Ηράκλειο οι καλοί μας χωροφυλάκοι και ασφαλίτες της εποχής και κατάσχεσαν το σταθμό, με το Γιώργο να δικάζεται ως ο πρώτος παραβάτης του σχετικού νόμου στην πόλη.
Για την ιστορία: ο σταθμός που εξέπεμψε το καλοκαίρι του 1974 ήταν ο πρώτος ερασιτεχνικός σταθμός που ακούστηκε από τα μεσαία στο Ρέθυμνο και το όνομα αυτού BFY (για εξηγήσεις περί των αρχικών ιδιαιτέρως).
Προσκαλώ στο παιχνίδι μετά τον Stasinos Stavrianeas, τον Themistoklis Roukis, έτερο πρωταγωνιστή μιας πιο σύγχρονης παράλληλης ιστορίας, στον Team FM της πρώτης περιόδου, στην εκπομπή "Αρχίζει το Ματς" (Κυριακές μεσημέρι) που αργότερα μετεξελίχθηκε σε "Μαγνητικό Πεδίο" (Παρασκευές βράδυ). Νονός της πρώτης εκπομπής ο Στας, της δεύτερης ο Ρουκ (ή αλλιώς και supernova) … ο τρίτος της παρέας ο Λάμπρος σκεφτόταν τα κομμάτια που ήθελε να παίξουν και τον «τρόμο», δεν έχει και σελίδα στο fb, να τον καλέσω στο παιχνίδι, τον τέταρτο των τελευταίων ημερών της εκπομπής (τελευταία εκπομπή circa Μάιος 2006) Κώστα (λέγε με I Love ΝΥ και όχι μόνο) θα τον καλέσω μάλλον, αν και στο παιχνίδι με τα βιβλία μας έγραψε κανονικά.


Στο facebook ξεκίνησε το παιχνίδι με τα εξώφυλλα δίσκων που αγαπάμε. Αποφάσισα να παίξω το παιχνίδι με αφηγήσεις, όμως καθώς το fb δεν προσφέρεται για μακροσκελή κείμενα, μεταφέρομαι σε τούτη τη σελίδα.

Γράφει ο Giorgos Tsiolis: "τελειώσαμε με τα βιβλία, ας πιάσουμε τους δίσκους...".
Το ψυχανεμιζόμουνα και το φοβόμουνα ότι θα ακολουθήσει αυτό το παιχνίδι. Θα ξεκινήσω από τον πρώτο μεγάλο δίσκο LP που μπήκε στο σπίτι μας, το 1971 αν δεν κάνω λάθος, μεσούσης της χούντας, η πολιτιστική βιομηχανία μας καλούσε στον εξελληνισμένο χιππισμό.
1η μέρα ανάρτησης του παιχνιδιού 10 ημέρες 10 εξώφυλλα
POLL: ΑΝΘΡΩΠΕ ΑΓΑΠΑ, 1971 (?)
Προσκαλώ να συνεχίσει, αν το θέλει, ο Stasinos Stavrianeas

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Μα που είναι οι άνθρωποι;
Που είναι οι μεγάλες ιδέες;
Ίσως οι ιδέες να μην είναι παρά εφήμερα αστέρια. Μας οδηγούν όσο ζουν, έπειτα σβήνουν και τότε άλλα αστέρια πρέπει να λάμψουν στη θέση τους... Όμως δεν έχουν λάμψει ακόμα.
Έχουν γίνει τα πάντα για να σβηστούν τα φώτα του πνεύματος.
Η παλιά επανάσταση έχει πεθάνει, σου λέω. Χρειαζόμαστε μια άλλη τελείως διαφορετική επανάσταση, όμως δεν την βλέπω πουθενά.
Είσαι θυμωμένη μαζί μου;

Βίκτωρ Σερζ, Χρόνια δίχως έλεος, Αθήνα: Εκδόσεις Θύραθεν, 2017.


Τετάρτη 13 Απριλίου 2016


Σίγουρα ξεπερνούσε τους άλλους, ήθελε πάντα να είναι πρώτος, επικεφαλής. Όταν όμως οι άλλοι γνώρισαν το εξαιρετικό της προσωπικότητάς του, όταν του επέτρεψαν να ξεχωρίσει, όταν τον έκαναν πρώτο, τότε εκείνος έπαψε να είναι εξαιρετικός, ξεχωριστός και πρώτος, τότε απώθησε μέσα του εκείνες ακριβώς τις ικανότητες που τον ανύψωσαν. Πέτυχε εκείνο προς το οποίο, προφανώς, έτεινε χρόνια, και το οποίο δεν μπορούσες να το διακρίνεις σ' αυτόν. Συγκέντρωσε την εξουσία στα χέρια του. Όμως αυτήν την εξουσία δεν την χρησιμοποιούσε. Απλούστατα, την κακομεταχειριζόταν για να εξασφαλίσει περισσότερη εξουσία. Η εξουσία στα χέρια του δεν έγινε μέσον αλλά σκοπός των προσπαθειών του. Πότε άρχισε αυτό; Πότε άρχισε, κάπου βαθιά μέσα του, να μετασχηματίζεται το Εμείς σε Εγώ;”

Λαντσισλάβ Μνιάτσκο, Η γεύση της εξουσίας, μετάφραση Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης, Γνώση, Αθήνα, 1988.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Πράγματι, έχετε δίκιο. Πιστεύω ότι τόσο εσείς όσο κι εγώ γνωρίζαμε πάντα από την αρχή ότι ήταν εντελώς άπιαστος ο στόχος που κυνηγούσαμε χωρίς να υπολογίζουμε κινδύνους ή εμπόδια. Είναι κάτι σαν αυτό που είπα κάποτε για τα καραβάνια. Για να δούμε αν το θυμάστε: "Ένα καραβάνι δεν συμβολίζει ούτε ενσαρκώνει κάτι συγκεκριμένο. Το λάθος μας είναι ότι θεωρούμε πως κατευθύνεται κάπου και έρχεται από κάπου. Το καραβάνι εξαντλεί το λόγο της ύπαρξής του στη μετακίνησή του και μόνο. Αυτό το γνωρίζουν οι καμήλες και το αγνοούν οι άνθρωποι που το απαρτίζουν. Πάντα έτσι ήταν".

Alvaro Mutis, Αμπντούλ Μπασούρ. Ο ονειρευτής των καραβιών, Άγρα, Αθήνα, 1999.


Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

"Η Μαρία έγραφε στο ημερολόγιό της δέκα χρόνια νωρίτερα, μιλώντας για τον εραστή της Αριστίντ Μπριάν που την έσφιγγε γυμνή στα γυμνά του μπράτσα: 

Πιο δυνατή από κάθε συμπόνια είναι η μνησικακία μου με τις πολλές όψεις.
Υποφέρεις που με βλέπεις παγερή κι αυτό με ευχαριστεί.
Νιώθω στην καρδιά μου απέναντί σου την επιθυμία για εκδίκηση.
Κλαίμε, μ' αρέσει να κλαις, μ' αρέσει να κλαίω και μ' αρέσει κυρίως να φεύγω".

Αλίξ Λεμέλ, Οι 200 κλειτορίδες της Μαρίας Βοναπάρτη, Πατάκης, Αθήνα, 2015.


Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

"Όχι, όχι, όχι ! Δεν θέλω να μου λένε ιστορίες.

Αν ποτέ χρειαστώ καμία, θα την επινοήσω."

Miguel De Unamuno, Το Μυθιστόρημα του Δον Σανδάλιο, Σκακιστή, Άγρα, Αθήνα, 2015.